- αναζώννυμι
- ἀναζώννυμι, -ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω)νεοελλ.1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνημέσ.3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι»(μσν. -αρχ.)1. ζώνω εκ νέου, ξαναζώνω μέσ.2. φορώ3. ετοιμάζομαι για δράσηαρχ.1. ανακαλώ απόμαχο στη στρατιωτική υπηρεσία2. μτφ. επαναφέρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + ζώννυμι, ζωννύω.ΠΑΡ. αναζώστρα νεοελλ. ανάζωστος Ι, ανάζωστρο].
Dictionary of Greek. 2013.